Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ

 
 
του Φώτη Κόντογλου
 
Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη, και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ' αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έριχνε βελονιαστό χιονόνερο.
Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόδατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. Το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο [=ξερολιθιά].
Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία - τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ' ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες [= τα κρόσια] κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
Είχε δυο παραγιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ' άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να 'ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ' έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα - νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ' ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
Θά 'τανε ώρα Εσπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα 'τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που 'χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του, και τα σκάγια τον πόνεσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ' άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ' άλλα σκυλιά.
«Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά.
Ο άλλος, που ήτανε μαζί του, ήτανε ο γιος του ο Δημητρός.
«Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!»
Τους πήγανε στη σπηλιά.
«Μωρέ, τ' είν' εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθίσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε.
«Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το 'λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια - Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κι επειδή ξέραμε απ' άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να 'ρθουμε στ' αρχοντικό σας... Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το 'κανε!»
Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαψούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!». Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιακάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του, και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ' αρχοντικό σας.
Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε».
Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ' έριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά, και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ' το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε.
Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή.
Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σίλβεστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ' Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορας στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία.
Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ' έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να 'μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ' απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι [=μαντρί]. Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ' - Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
«Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε «εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο...», φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, «σμύρναν, χρυσόν και λίβανον»! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
Στο μεταξύ ο πάτερ - Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καημένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίζοντας τα χέρια του:
«Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κι έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ - Σίλβεστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το «Χριστός γεννάται», κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: «Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν».
Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ' αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ' άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ' άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς, και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουΐσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ





 Η Αγία Αικατερίνη


Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η οικογένειά της ήταν από τις μεγαλύτερες και επισημότερες οικογένειες. Η Αικατερίνη ήταν έξυπνη και αγαπούσε πολύ τα γράμματα. Έμαθε πολλές γλώσσες και σπούδασε την ελληνική γλώσσα. 
Ο Ανανίας , ένας γέροντας,  της μίλησε για την χριστιανική πίστη , το Χριστό και τον προορισμό του ανθρώπου. Η Αικατερίνη τ΄ άκουσε όλα αυτά με αφοσίωση και ζήτησε να βαπτισθεί.  Μετά την  μεταστροφή της στο χριστιανισμό αφιερώθηκε ολόψυχα στη διάδοση της διδασκαλίας του Χριστού.  
Εκείνα τα χρόνια όμως ο χριστιανισμός διώκετο σκληρά. Κυβερνήτης της Αιγύπτου τότε ήταν ο φοβερός και ανελέητος διώκτης των χριστιανών Μαξιμιανός.  Τόσο σκληρός ήταν που όποιος τολμούσε να πει πως ήταν χριστιανός τον σκότωνε. Σε ένα μήνα είχε σκοτώσει εκατόν ογδόντα χριστιανούς.
Η αγία όμως δεν τον φοβήθηκε. Ομολόγησε την πίστη της μπροστά του και με την ευγλωττία και το θάρρος της ντρόπιασε πολλούς ειδωλολάτρες, οι οποίοι αργότερα έγιναν χριστιανοί και μαρτύρησαν για το Χριστό.
Το τέλος της αγίας ήταν φοβερό. Ο Μαξιμιανός ζήτησε να της κάνουν φρικτά βασανιστήρια για να αλλάξει την πίστη της. Τίποτα όμως δεν κατάφερε. Στο τέλος έδωσε διαταγή να την αποκεφαλίσουν. Ήταν 25 Νοεμβρίου το 307 μ.Χ.
Λέγεται πως το σώμα της το μετέφεραν άγγελοι στην κορυφή του Όρους Σινά η οποία ονομάζεται « κορυφή της Αγία Αικατερίνης».  Σήμερα τα λείψανά της βρίσκονται στην Ιερά Μονή Αγία Αικατερίνης του Όρους Σινά, που έκτισε ο Ιουστινιανός και πάνω στον τάφο της καίνε 9 ολόχρυσα καντήλια.

.http://www.tala.org.cy/agias_aikaterinis.htm

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ

Εν όψει των εορτών των Χριστουγέννων, εορτών αγάπης, το Δημοτικό Σχολείο Πολιχνίτου ξεκινά τη προσπάθεια συγκέντρωσης ειδών πρώτης ανάγκης τα οποία και θα διαθέσει στο
"ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ"




ΤΑ ΕΙΔΗ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΥΜΕ
ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ







ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ   ΕΙΔΩΝ


1.      Γάλα Εβαπορέ
2.        Κακάο
3.        Άνθος Αραβοσίτου
4.         Ρύζι
5.        Σάλτσα ντομάτα
6.         Μπισκότα
7.         Κρουασάν
8.         Αλάτι
9.          Ξύδι
10.       Μπαχαρικά
11.       Όσπρια
12.       Μαρμελάδα
13.        Μερέντα
14.        Δημητριακά
15.        Φρυγανιές
16.        Αλεύρι
17.        Χυμούς
18.       Σακούλες απορριμμάτων
19.      Χλωρίνη
20.      Χαρτί υγείας
21.      Χαρτί κουζίνας

Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΗ

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!!!

ΚΑΘΩΣ  ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!
ΝΟΕΜΒΡΗΣ 2012!



   
 Η Ε΄. ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΑΣ
 ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΥΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΤΗΣ 
ΑΝΕΛΑΒΕ ΕΦΕΤΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΜΙΣΕΙ ΤΟ "ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ"


 ΔΕΣΤΕ ΠΕΡΙΣΟΤΕΡΑ




Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

ΛΕΣΒΟΣ 1912 - 2012

100 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ


ΔΕΣΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ

1453. Η κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία στα χέρια των Τούρκων. Η Λέσβος ή Μυτιλήνη μαζί με τα περισσότερα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μετά την κατάληψή της από το Μωάμεθ Β, το 1462 μ.Χ, αποτελεί και αυτή για τεσσερσήμισι αιώνες ένα κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά διαστήματα γίνονται διάφορες προσπάθειες για την απελευθέρωση του νησιού, χωρίς όμως επιτυχία (1770 Ορλώφ, 1821 Παπανικολής) .

Να δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.      

Αντίθετα από τους Γενοβέζους, οι Τούρκοι μπήκαν στη Λέσβο ύστερα από την εξουδετέρωση της τοπικής αντίστασης. Επακολούθησαν παντού λεηλασίες, δηώσεις, σφαγές και εξανδραποδισμοί.
Οι κτηματικές περιουσίες κατασχέθηκαν και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να δουλεύουν με ελάχιστες αποδοχές στα τσιφλίκια των πλούσιων αγάδων. Η έλλειψη όμως ζήλου από μέρους των εργατών είχε σαν επακόλουθο και τη μείωση της παραγωγής.
Αλλά και ο τρόπος εκμετάλλευσης του κύριου προϊόντος του νησιού, του λαδιού, το οποίο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αποτελούσε μονοπώλιο του πασά της Μυτιλήνης, υπήρξε επίσης ανασταλτικός παράγοντας στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.
Η επιβολή μιας σειράς φόρων όπως ήταν η δεκάτη, ο κεφαλικός, οι φόροι για τα τζαμιά, για τα χαρέμια, για τη συντήρηση του κάστρου, βάρυναν περισσότερο τον ελληνικό πληθυσμό και έκαναν να φαίνονται πιο έντονες οι εθνικές διαφορές ανάμεσα στους κατακτητές και τους ραγιάδες, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η σκληρή φορολογία σε συνδυασμό με τον τρόπο εκμετάλλευσης της γης και τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, είχε σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και την εγκατάλειψη της γης.
Από τον 18ο αιώνα η εμπορική κίνηση του τόπου περνάει στα χέρια των Ελλήνων.
Η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, υπεγράφη (1774, με την οποία τελείωσε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1768-1774, με ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και σύμφωνα με την οποία επέτρεπε στη Ρωσία κα την Αυστρία να επηρεάζει τις εξελίξεις στο εσωτερικό της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Λέσβος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Λέσβος, επέτρεψε στους ορθόδοξους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους και αναγνώρισε στη Ρωσία το δικαίωμα επέμβασης για την προστασία της ορθόδοξης πίστης.
Οι συνθήκες ζωής αρχίζουν πια να αλλάζουν για τους ραγιάδες και, με την άνοδο της ελληνικής αστικής τάξης, αντιστρέφονται οι όροι της οικονομικής ζωής. Οι Τούρκοι αρχίζουν να αποσύρονται σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας. Η Πύλη, για το φόβο εξεγέρσεων, δέχεται μεταρρυθμίσεις όλο και πιο ευνοϊκές για τους Έλληνες. Το 1839 καταργείται το μονοπώλιο του λαδιού. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες περνούν οριστικά στα χέρια Ελλήνων ιδιοκτητών, οι οποίοι ελέγχουν έτσι την οικονομία και συμμετέχουν πια στην τοπική διοίκηση. Έτσι από τον 19ο αιώνα, η κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση προηγήθηκε της εθνικής που πραγματοποιήθηκε το 1912.
Οι δυσμενείς αυτές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό και την ανυπαρξία των εκπαιδευτικών δομών, κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι βιοποριστικές ανάγκες βρίσκονταν σε πρώτη προτεραιότητα και επισκίαζαν τις υπόλοιπες δραστηριότητες και επιθυμίες των κατοίκων. Η αδυναμία, συνεπώς, εξεύρεσης των απαραίτητων οικονομικών πόρων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η λειτουργία και η στέγαση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, αποτελεί την κυριότερη αιτία της πλημμελούς φροντίδας για την ανάπτυξη της παιδείας.
Εξ άλλου, η απαραίτητη για τη Θεία Λειτουργία ανάγνωση των ιερών κειμένων ώθησε ασφαλώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις να αναλάβουν εξ ολοκλήρου, κατά τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση, τη συντήρηση, έστω και υποτυπωδώς, των σχεδόν ανύπαρκτων εκπαιδευτικών δομών. Στους αιώνες αυτούς Εκκλησία και Παιδεία ήταν έννοιες αλληλένδετες. Φωτισμένοι ιερωμένοι ανέλαβαν την εκπαίδευση των νέων, κυρίως των υποψήφιων ιερέων και ψαλτών, χρησιμοποιώντας ως σχολικούς χώρους τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια. Τα ιδιότυπα αυτά σχολεία κατονομάζονται σε γραπτές λεσβιακές πηγές ως «παπαδικά», ενώ η παραφιλολογία των μέσων του 19ου αιώνα τα διέσωσε στην προφορική παράδοση ως «κρυφά σχολειά».
Η μόνη πληροφορία που διαθέτουμε για λειτουργία οργανωμένων σχολείων στη Λέσβο, κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, αφορά στη σχολή της Ιεράς Μονής Λειμώνος, στην Καλλονή.
Στην πόλη της Μυτιλήνης, γύρω στα 1744, ιδρύεται το πρώτο, ίσως, οργανωμένο σχολείο της πόλης. Είναι η εποχή μιας μερικής οικονομικής ανάκαμψης, όταν ορισμένοι χριστιανοί προύχοντες της εποχής, αποφάσισαν να επενδύσουν στην εκπαίδευση μέρος των χρημάτων, που αποκόμισαν από την ενασχόλησή τους με εμπορικές δραστηριότητες. Το σχολείο αυτό βρισκόταν στη θέση όπου λειτουργούν σήμερα το 2ο Γυμνάσιο και το 4ο Δημοτικό Σχολείο Μυτιλήνης (πρώην Παρθεναγωγείο).
Ως το τέλος του 18ου αιώνα θα ακολουθήσει η ίδρυση άλλων δύο «φροντιστηρίων» σε κωμοπόλεις της λεσβιακής ενδοχώρας. Η λειτουργία του πρώτου διαπιστώνεται γύρω στα 1773 στην Αγιάσο, και του δεύτερου στα 1791 στο Πλωμάρι.
Η ίδρυση σχολείων, όσο περνούν τα χρόνια ακόμα και στο πιο δυσπρόσιτο χωριό της λεσβιακής υπαίθρου, αποτελεί άλλη μια σημαντική πτυχή των χρόνων εκείνων.. Ως δάσκαλοι επιλέγονταν από τις κατά τόπους δημογεροντιακές αρχές κυρίως άτομα τα οποία είχαν σπουδάσει, μετά τις εγκύκλιες σπουδές τους, σε σχολές του ελεύθερου ελληνικού κράτους και κυρίως της Αθήνας και της Σύρου. Το γεγονός ωστόσο ότι η ίδρυση των χριστιανικών σχολείων προηγήθηκε της αντίστοιχης των μουσουλμανικών, τουλάχιστον κατά μία τριακονταετία, αποδεικνύει τη χρονική καθυστέρηση προσαρμογής του μουσουλμανικού στοιχείου στις νέες πραγματικότητες.
Και πέρασαν έτσι 450 ολόκληρα χρόνια. Φτάνουμε πλέον στα 1912.
«Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο ελληνικός στόλος με το Nαύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επικεφαλής, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου και αγκυροβόλησε τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 έξω απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης. Ανάμεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» (...)
Ξημέρωσε λοιπόν η άγια μέρα της 8ης Νοεμβρίου του 1912 και στις 7 το πρωί μπροστά στη Μυτιλήνη βρίσκεται ο ελληνικός στόλος: Τα θωρηκτά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα», «Ψαρά», και άλλα πολεμικά.
«ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ… ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ …»

"ΖΗΤΩ Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ.
ΞΥΠΝΑΤΕ, ΞΥΠΝΑΤΕ, Η ΣΑΛΠΙΓΞ ΗΧΕΙ.
ΕΜΠΡΟΣ Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΒΗΜΑ ΤΑΧΥ".

Οι Έλληνες της Μυτιλήνης ξεχύνονται στους δρόμους, πλησιάζουν τις ακρογιαλιές, κι ακούνε από την μπάντα του «Αβέρωφ», που βρίσκεται στο «καστρέλι», όπου σήμερα το άγαλμα της ελευθερίας, το εμβατήριο «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και η καρδιά τους γεμίζει από ξέφρενη χαρά και μεγαλείο. Το παραλήρημα του πλήθους από ενθουσιασμό είναι αφάνταστα μεγάλο. Χαιρετίζουν την πολυπόθητη λευτεριά. Χιλιάδες ελληνικές σημαίες στόλισαν τα χριστιανικά σπίτια, τα δημόσια κτήρια, το δημοτικό κήπο και την προκυμαία.
Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα και χαιρετιστήριοι πυροβολισμοί ακούγονταν από τα χριστιανικά παράθυρα και μπαλκόνια και ο κόσμος αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με γνωστούς και άγνωστους, φωνάζοντας Χριστός ανέστη. Και οι ημέρες της Ανάστασης έφτασαν. Ύστερα από μάχες και γεγονότα δύο μηνών,  η μεγάλη κι ολόφωτη η μέρα της 8 Δεκεμβρίου 1912, έφερε τη πολυπόθητη λευτεριά στη Λέσβο.
Γράφουν γι’  αυτές τις στιγμές.
Από το θωρηκτό «Αβέρωφ» κατεβαίνει μια ατμάκατος με λευκή σημαία και αποστέλλεται με αξιωματικό στην αποβάθρα.  Σαν αποσπάσθηκε απ΄τον «Αβέρωφ», που ξεχώριζε με τον όγκο και το σχήμα του απ΄ όλα τα άλλα καράβια, μιά ατμάκατος και με ταχύτητα έσχιζε τα νερά κι ερχόταν και  «μνήσθητι, Κύριε, είναι κοντά, μνήσθητι, Κύριε, εφάνη», μπήκε στο Λιμάνι, έδεσε στην προβλήτα κι από μέσα βγήκε ένας Αξιωματικός με το σπαθί στο πλευρό του, που μ΄ αγέρωχο βήμα προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος. Κι ήταν τεράστιος, ήταν ολόφωτος μέσα στην άσπρη στολή του. Και δεν ήταν Αξιωματικός, ήταν ο ίδιος ο Ταξιάρχης, που σήμερα κατέβηκε  κι αυτός στο Λιμάνι, για να γίνει εκεί η πιο παράξενη, η πιο όμορφη λειτουργία δόξας και τιμής στον ένστολο Αγιο.
Ένα ξέφρενο πλήθος σμάριαζε σ΄ όλη την προκυμαία της Μυτιλήνης, περιμένοντας την έλευση της Λευτεριάς. Όλη η πόλη, όλη μα όλη αδειάζοντας τα σπίτια κατέβηκε στο Λιμάνι, στον Μώλο, στην Κάτω από το Κάστρο παραλία. Κορμιά δεν υπήρχαν, μόνον μάτια, να δούν και να χορτάσουν την χιλιοπόθητη στιγμή που θ’ αποβιβάζονταν ο απελευθερωτικός στρατός.
Έξω από το Λιμάνι λικνιζόταν με την σιγουριά της δύναμής τους τα σιδερένια βαπόρια κι ο καπνός απ΄ τις τσιμινιέρες τους ανέβαινε σε στήλες στον συννεφιασμένο ουρανό. Τα μετρούσαν οι Μυτιληνιοί και τα καμάρωναν, περιμένοντας να ξετυλιχτούν τα γεγονότα, που αυτά έφερναν, μέρα των Ταξιαρχών, που τόσο ασυνήθιστα άρχιζε, χωρίς να λειτουργηθούμε στις εκκλησιές, αδειανές κι αυτές, όπως τα σπίτια.
Αμέσως, με ανακοίνωσή τους οι ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονομία και την ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Μετά από διαπραγματεύσεις με τις Τουρκικές αρχές, για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, συμφωνούν να αποχωρήσει ο Τουρκικός στρατός στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης.
Όμως χρειάζεται αγώνας ακόμη πολύς για την πολυπόθητη λευτεριά.
Στις 10 Νοεμβρίου: Απελευθερώνεται το Πλωμάρι και η Αγιάσος.
Στις 11 Νοεμβρίου:  Ο Πολιχνίτος.
Στις 15 Νοεμβρίου:  Η Γέρα.
Το νησί όμως, θα  καθυστερήσει να απελευθερωθεί εξ’ ολοκλήρου, ένα ακόμη μήνα, λόγω των αιώνιων τριβών μεταξύ μας.  Οι διοικήσεις στρατού και στόλου, ερίζουν για την εξέλιξη των πραγμάτων.
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι είχαν οχυρωθεί στο Τουρκικό χωριό Κλαπάδος, κοντά στη Καλλονή.
6 Δεκεμβρίου: Όλα είναι έτοιμα για την τελική επίθεση. Ο στρατός συντάσσεται και προχωρεί, ενώ το πλήθος, μέσα σ' ένα παραλήρημα πατριωτισμού, τον κατευοδώνει. Η μάχη που ακολουθεί είναι σκληρή και κρατάει 11 ώρες. Το οχυρωμένο στρατόπεδο των Τούρκων δεν μπόρεσε να αντέξει.
8 Δεκεμβρίου: Ύστερα από ολονύκτια διαπραγμάτευση, υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης του Τουρκικού στρατού. Η Τουρκική στρατιωτική σημαία· παραδίνεται και φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο μουσείο της μονής Λειμώνος.
10 Δεκεμβρίου: Το Ελληνικό στράτευμα επιστρέφει στη Μυτιλήνη, ενώ οι Τουρκικές δυνάμεις μεταφέρονται με πλοίο στον Πειραιά.
Η Λεσβιακή Ανοιξη, η Λέσβος μας, το νησί μας, το πανέμορφο νησί μας με όλα του τα αγαθά, υλικά και πνευματικά, όλα αυτά που απολαμβάνουμε σήμερα, ξεκίνησαν, και δεν θα εμφανιζόταν καθόλου, χωρίς τη μέρα αυτή, την 8η του Νοέμβρη, τη πιο μεγάλη μέρα της Μυτιλήνης.
 Έτσι μέσα στην αποτίμηση αυτή δεν πρέπει να ξεχάσουμε και να μην αναφερθούμε στους παλιούς Μυτιληνιούς , τους άπραγους βρακάδες παπούδες και τις σαλβαρούδες γιαγιάδες, των περασμένων χρόνων και αιώνων, που αυτοί κράτησαν πρώτα την ίδια τη ζωή κι ύστερα τις αξίες της και τον πολιτισμό μας. Το ’πε  κι ο Παλαμάς σε στίχους, για το χρέος μας προς αυτούς.
 ‘Ω, μη μας λησμονάτε, γιατί για σας, αηδόνια,
 Φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές, 
 Βαστάξαμε αγκάθια εμείς και καταφρόνια                                 
 Για νάχετε σεις τ’ άνθη και τις μοσκοβολιές.   
 Οφείλουμε μια αναγνώριση της προσφοράς τους προς εμάς, γιατί αυτοί γνώρισαν μόνο τον μόχθο και τον ιδρώτα της δημιουργίας κάτω από την πίκρα της σκλαβιάς.



ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΜΗΘΥΜΝΑ - Α' ΕΚΔΟΣΗ, ΔΗΜΟΣ ΜΗΘΥΜΝΑΣ, ΑΘΗΝΑ 1982

ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΝΩΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (1984)



  Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ  (8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ- 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1912)

του ιστορικού Δρ Στρατή Αναγνώστου



Γράφει ο Βασίλης Πλάτανος

Η Απελευθέρωση της Λέσβου 8 Νοεμβρίου 1912

 του Παναγιώτη Παρασκευαίδη.




 Ζήτω ο «Αβέρως»

Ζήτω ο «Αβέρως», μπροβάλλει με χαρά
Και ρίχνει τα κανόνια στης Λέσβως τα νερά.
Γεια σας θαλασσοπούλια, γεια σ’ έμορφο νησί,
Γεια σας ξανθιές κοπέλλες και λεβεντιά χρυσή.

Ζήτω «ο Αβέρως», «Ύδρα» και τα «Ψαρά»,
Τα στέλνει ο  Βενιζέλος να πάρουν τα νησιά.
Για δέστε τον «Αβέρω» πως λάμπει και βροντά
Και ρίχνει τα κανόνια και παίρνει τα νησιά.


ΤΟ 12/Θ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΥ

ΚΑΙ Η ΣΤ1
ΣΕ


ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΔΩ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ, ΕΔΩ ΣΤΟ ΤΟΠΟ ΜΑΣ, ΟΙ ΒΡΑΚΟΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΛΒΑΡΟΦΟΡΟΥΣΕΣ, ΔΕΝ ΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΟΝ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΟ ΤΟΥΣ, ΜΑ ΣΗΚΩΣΑΝ ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΥΨΩΣΑΝ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ.
ΧΑΡΗ Σ’ ΑΥΤΟΥΣ ΕΜΕΙΣ ΖΟΥΜΕ, ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ, ΕΔΩ ΚΑΙ 100 ΧΡΟΝΙΑ